- ιοστέφανος
- -η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)αρχ.(ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος].
Dictionary of Greek. 2013.